Το στροφικό πέταλο του ώμου αποτελείται από τέσσερις μυς (υπερακάνθιος, υπακάνθιος, έλασσων στρογγύλος και υποπλάτιος). Από αυτούς ο υπερακάνθιος μπορεί πιο εύκολα να υποστεί ρήξη. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε άτομα άνω των 40 ετών ύστερα από απότομη κίνηση του ώμου ή σήκωμα βάρους ή κατά την διάρκεια μιας συνηθισμένης κίνησης, ιδιαίτερα απαγωγής ή πρόσθιας ανύψωσης του άκρου (κάμψη). Θεωρούνται συνήθως ως διάστρεμμα του ώμου από τον άρρωστο, γι’ αυτό και δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα. Ο υπερακάνθιος παθαίνει ρήξη συνήθως κοντά στην κατάφυση του που είναι το μείζον βραχιόνιο όγκωμα ή και λίγο πριν από αυτή.

Οι ρήξεις του στροφικού πετάλου διακρίνονται σε οξείες και χρόνιες καθώς και σε ολικού και μερικού πάχους

Οξείες είναι εκείνες που συμβαίνουν αιφνίδια ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης κακώσης. Οι χρόνιες συμβαίνουν προοδευτικά στη διάρκεια μακρού χρόνου και οφείλονται σε εκφύλιση του τένοντα. Οι μερικού πάχους ρήξεις είναι σχεδόν διπλάσιες σε συχνότητα από εκείνες ολικού πάχους.

Ο ασθενής εμφανίζει πόνο στην περιοχή του ώμου και δυσκολία ή αδυναμία στην πρόσθια ανύψωση ή απαγωγή του μέλους. Συχνά υπάρχει κριγμός κατά τις κινήσεις απαγωγής. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι ασθενείς με πλήρη ρήξη του μυοτενόντιου πετάλου είναι σε θέση να κάνουν απαγωγή του μέλους και αρκετές άλλες κινήσεις. Οι ασθενείς θυμούνται συνήθως κάποιο επεισόδιο βίαιης κίνησης μικρής ή μεγάλης έντασης, μετά το οποίο άρχισε να πονάει ο ώμος.

Κατά την εξέταση, υπάρχει ευαισθησία στην πίεση στην περιοχή του μείζονος βραχιονίου ογκώματος. Ειδικά τεστ πραγματοποιούνται κατά την κλινική εξέταση από τον ορθοπεδικό και βοηθούν στη διάγνωση.

Η τελική διάγνωση μπαίνει με τη βοήθεια της μαγνητικής τομογραφίας, μία εξέταση που γίνεται για να διαπιστώσουμε αν πρόκειται για απλή τενοντίτιδα, μερική ή πλήρη ρήξη. Κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητο για να καθοριστεί το είδος και η διάρκεια της θεραπείας.

Με την συντηρητική θεραπεία επιδιώκεται η ανακούφιση του ασθενούς από τον πόνο με ανάρτηση του μέλους, παυσίπονα και μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, κάποιες φορές με τη βοήθεια και κάποιας έγχυσης κορτιζόνης. Η φυσικοθεραπεία βοηθά επίσης στην μείωση των συμπτωμάτων και στην ταχύτερη αποκατάσταση, καθώς και στην πρόληψη της περαιτέρω αύξησης της έκτασης της ρήξης. Βεβαίως όταν πρόκειται για πλήρη – μεγάλη ρήξη η θεραπεία είναι χειρουργική και γίνεται με τη βοήθεια της αρθροσκόπησης.

Στην αρθροσκόπηση γίνεται καθήλωση του τένοντα στο σημείο της αρχικής του θέσης με τη βοήθεια ειδικών ραμμάτων. Πρόκειται για τεχνική ελάχιστης επεμβατικότητας διαμέσου μικρών οπών, μέσα από τις οποίες γίνεται διόρθωση της ρήξης και όποιων άλλων βλαβών αφορούν στην άρθρωση του ώμου ή στα στοιχεία γύρω από αυτήν.

.

Παράγοντες που προδικάζουν ένα καλό αποτέλεσμα, εκτός από την εμπειρία του χειρουργού είναι:

1) Οξεία ρήξη μετά από σαφή τραυματισμό
2) Έγκαιρη επέμβαση (μέχρι 3 εβδομάδες) πριν γίνει συρρίκνωση, ατροφία και εκφύλιση του τένοντα
3) Ηλικία κάτω των 60 ετών
4) Καλή μυϊκή δύναμη
5) Φυσιολογική άρθρωση στις ακτινογραφίες

 

Σίγουρα όμως το σωστό αποτέλεσμα εξαρτάται από την εμπειρία του εξειδικευμένου ορθοπαιδικού, ο οποίος καλείται να κρίνει αν μία ρήξη μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά ή είναι απαραίτητη η χειρουργική αποκατάσταση της. Πολλοί ασθενείς υποβάλλονται σε χειρουργική αποκατάσταση μιας μερικής ρήξης, χωρίς αυτό να χρειάζεται. Εκεί καλείται να συνδράμει ο ορθοπεδικός με υπευθυνότητα για το καλό του ασθενούς σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης.